φιλτροδότης

φιλτροδότης
ὁ, θηλ. φιλτροδότις, -ιδος, Α
(για φυτά) αυτός που παρέχει φίλτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο-δότης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”